ὑαλοειδῆ

ὑαλοειδῆ
ὑαλοειδής
like glass
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὑαλοειδής
like glass
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὑαλοειδής
like glass
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυλινδροειδής — ές (Α κυλινδροειδής, ές) αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές… …   Dictionary of Greek

  • στεάτιο — το, Ν ιατρ. κιτρινωπό, συνήθως τριγωνικό, έπαρμα τού επιπεφυκότα τού οφθαλμού στο επίπεδο τής βλεφαρικής σχισμής με τη βάση παράλληλη προς το χείλος τού κερατοειδούς, που οφείλεται σε υαλοειδή εκφύλιση τού υποεπιθηλιακού ιστού λόγω γήρατος ή… …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφία — η 1. η τέχνη της σύνθεσης υαλογραφημάτων. 2. η διακόσμηση γυάλινων και κεραμευτικών αντικειμένων με υαλοειδή χρώματα. 3. το υαλογράφημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλόπλασμα — το, ατος περιφερική στιβάδα του κυτταροπλάσματος που έχει υαλοειδή σύσταση, το εξώπλασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”